ἱππικά

ἱππικά
ἱππικός
of a horse
neut nom/voc/acc pl
ἱππικά̱ , ἱππικός
of a horse
fem nom/voc/acc dual
ἱππικά̱ , ἱππικός
of a horse
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἱππικάς — ἱππικά̱ς , ἱππικός of a horse fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Hippika gymnasia — Историческая реконструкция. Археологический парк « …   Википедия

  • γεντέκι — το 1. σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται βάρκα 2. η βάρκα 3. άλογο που το οδηγεί κανείς πεζός, κρατώντας το χαλινάρι του 4. δοχείο με έτοιμο ζεστό νερό στα καφενεία* 5. τα γεντέκια επικουρικά ιππικά στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yedek «σχοινί με …   Dictionary of Greek

  • ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”